μπουντρούμι

μπουντρούμι
το темница, каземат

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μπουντρούμι" в других словарях:

  • μπουντρούμι — το 1. υπόγεια σκοτεινή και υγρή φυλακή 2. στενόχωρη και σκοτεινή υπόγεια κατοικία χωρίς αερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. bodrum < ιππόδρομος] …   Dictionary of Greek

  • μπουντρούμι — το ιού (λ. τουρκ.), υπόγεια φυλακή χωρίς παράθυρο: Πολλοί αντιστασιακοί πέθαναν στα μπουντρούμια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεσμωτήριο — το πρόχειρη φυλακή σε αστυνομικό τμήμα ή στρατιωτική μονάδα, μπουντρούμι: Πέρασε τη νύχτα στο δεσμωτήριο, γιατί συνελήφθη να οδηγεί μεθυσμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»